- καπνιστήριο
- καπνιστήριο, το και καπνιστήρι, τοαίθουσα για τους καπνιστές: Μπορείτε ελεύθερα να καπνίσετε στο καπνιστήριο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καπνιστήριο — το (AM καπνιστήριον) [καπνίζω] νεοελλ. χώρος προορισμένος για κάπνισμα μσν. το θυμιατήρι αρχ. πιθ. ατμόλουτρο … Dictionary of Greek
-τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ … Dictionary of Greek
Μουσείο, Σιδηροδρομικό (Αθηνών) — Το πρώτο του είδους του της χώρας μας στεγάζεται σε ένα παλιό αμαξοστάσιο από το 1979 (Σώκου 4 & Λιοσίων 301, Σεπόλια). Στην κατάλληλα διαμορφωμένη κεντρική αίθουσα του αμαξοστασίου φιλοξενούνται μερικά θαυμάσια δείγματα από τις αμαξοστοιχίες που … Dictionary of Greek